Τραγούδια της ξενιτιάς


ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΟΥΛΙ ( 1η παραλλαγή)
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ ‘χω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, αυτού στα ξένα που ‘σαι;
Να στείλω γράμμα χάνεται, δε βρίσκει το παιδί μου,
να μάθει όσα να του πει, διψάει η καρδιά μου,
να στείλω μήλο σέπεται, λουλούδι μαραγκιάζει,
να στείλω και το δάκρυ μου σ’ ένα ψιλό μαντίλι.
Φεγγάρι μου λαμπρό, λαμπρό και κυκλογυρισμένο,
αυτού ψηλά που περπατάς και χαμηλά μας βλέπεις,
δεν είδες που το γιόκα μου, τον πολυαγαπημένο;
Τίνος ματάκια βλέπουν τον και τα δικά μου κλαίγουν;
Τίνος τα χείλη του μιλούν και τα δικά μου τρέμουν;
Ανάθεμα σε ξενιτιά, για τα κακά που κάνεις!

μια από τις παραλλαγές του γνωστότατου τραγουδιού από τη συλλογή του ΓΡΗΓΟΡΗ ΚΑΤΣΑΛΙΔΑ "ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΟΡΕΙΟ ΗΠΕΙΡΟ" (εκδόσεις GUTENBERG). Μεταγραφή από το ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ


Η ΞΕΝΟΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ
Παλικάρια μου, μωρ’ Ρεβενιώτικά
Ρεβενιώτικα, μωρ και Ζαγοριανά.
Πως με βλέπετε και με ζηλεύετε;
Μ’ είχ’ η μάνα μου, μ’ είχ’ η μανούλα μου
μόνη και μοναχή.
Μωρ’ με παντρεψε μεσ’ στη Φραγκια
μεσ’ στη Φραγκια και στην Αρβανιτιά.
Άντρα μόδωκς καλό, όμορφο σαν τον Αυγερινό
και μια πεθερά, σαν την τρανταφυλλιά
κι αντραδέρφες δυο με τυραννούσανε.
- Σήκου, νύφη μου σήκου νυφούλα μου
βυζαξ’ το παιδί και ξαναφασκιωσ’ το.
Υφαντής 364


Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
Να ‘χα έναν ταχυδρόμο να τον είχα βοηθό
να μαθαίνω απ’ το πουλί μου πώς περνάει μοναχό
να ταχέος ταχυδρόμος έτυχε να διαβεί
τέτοια όρη τέτοια δάση τέτοια θάλασσα φριχτή
να και βλέπω ένα πουλάκι μ’ ανοιγμένα τα φτερά
και του λέγω τρυγονάκι πού πετάς αυτού ψηλά
να σου δέσω γραμματάκι γύρω γύρω με κλωστή.
Πρόσεξε καλό πουλί μου, εκεί πέρα να σταθείς
κι όπου να σου πω πουλί μου εκεί πέρα να σταθείς
κει που είν’ δυο κυπαρίσσια και στη μέση μια ελιά
εκεί να σταθείς πουλί μου να τινάξεις τα φτερά.
Φωτ. – Λύτ. 195


ΑΝΑΘΕΜΑ ΣΕ, ΑΜΕΡΙΚΗ (1η Παραλλαγή)
Ανάθεμα σε, Αμερική,
Εσύ και το καλό σου.
Μου σκλάβωσες τον άντρα μου,
με πήρες στο λαιμό σου.
Με τις κίτερες τις λίρες,
άφησες γυναίκες χήρες.
Με τα πράσινα δολάρια,
σκλάβωσες τα παλικάρια.
Ανάθεμα σε, Αμερική,
μαγκούφα και ρημαδιακή,
μας πήρες τα παιδιά μας
και ρημάξαν τα χωριά μας,
μας επήρες τους λεβέντες
να δουλεύουν στους αφέντες.
Φωτ. – Λύτ. 163.


ΘΑ ‘ΡΘΟΥΝΕ, ΜΑΝΑ ΜΟΥ, ΓΙΟΡΤΕΣ
Θα ‘ρθούνε, μάνα μου, γιορτές και Μεγαλοβδομάδες,
θα πας μέσα στην εκκλησιά με την καρδιά θλιμμένη,
θα ιδείς τις νιες, θα ιδείς τους νιους, θα ιδείς τα παλικάρια,
και θα στραφείς στη μια μεριά και θα στραφείς στην άλλη.
Θα ιδείς τον τόπο αδειανό και στο στασίδι άλλον,
θα σου ‘ρθει δίψα στην καρδιά και δίψα μες στα χείλη,
θα θολώνουν τα μάτια σου κοιτάζοντας τις στράτες
και θα στεγνώσ’ η γλώσσα σου ρωτώντας τους διαβάτες:
-Διαβάτες που διαβαίνετε, διαβάτες που περνάτε,
μην είδατε τον γιόκα μου, το μοναχό υγιό μου;
Θα σου σαπίζει η ποδιά σκουπίζοντας τα δάκρυα,
θα σου μαλλιάσει η γλώσσα σου ρωτώντας τους διαβάτες,
θα σου στραβώσει ο λαιμός τηρώντας τα ντερβένια.
Φωτ. – Λύτ. 140.


ΚΙΝΗΣΑΝ ΤΑ ΚΑΡΒΑΝΙΑ
Κίνησαν τα καρβάνια για την ξενιτιά.
Κίνησε κι ο καλός μου να πάει στην ξενιτιά.
Δώδεκα χρόνους κάνει χωρίς αντιλογιά.
Και μεσ’ στους δεκατρείς μου στελ’ αντιλογιά.
Μου στελ’ ένα μαντίλι με δώδεκα φλωριά
Στην άκρη στο μαντίλι μου έχει αντιλογιά:
- Θέλεις, κόρη, παντρέψου, θέλεις κάθισε,
θέλεις τα μαύρα βάλε και καρτέρα με.
Εγώ εδώ που είμαι επαντρεύτηκα,
παντρεύτηκα και πήρα μια μαΐστρισσα.
Μαγεύει τα καράβια και δεν έρχονται.
Με μάγεψε και μένα και δεν έρχομαι.
Λώλης 110.


ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΣΥΖΥΓΟΥ (Μάνα με κακοπάντρεψες)(2η παραλλαγή)

Μάνα μ’, γιατί με κακοπάντρεψες και μόδωκες Βλαχιώτη;
Δώδεκα χρόνους στη Βλαχιά, και τρεις μέρες στο σπίτι.
Τρίτη βραδιά, πικρή βραδιά, δυο ώρες πριν να φέξει,
άπλωσα το χεράκι μου, τον άντρα μου δεν βρίσκω,
εις το κατώγι αρέντεψα δεν βρίσκω τ’ άλογό του,
γυρίζω τρέχω στον οντά , δεν βρίσκω τ’ άρματά του
και στο κρεβάτι ακούμπησα να ειπώ το μοιρολόγι:
- Μωρ’ έρημο προσκέφαλο, μωρ’ έρημο μου στρώμα,
το πουν’ αφέντης πούχεταν απόψε πλαγιασμένον;
- Αφέντης μας μας άφηκε και πάει στο ταξίδι,
μέσα στην έρημη Βλαχιά, στο μαύρο Μπουκουρέστι.
410



Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ (Άνοιξε φλιβερή κάρδια)

Άνοιξε, φλιβερή καρδιά, και πικραμέν’ αχείλη,
άνοιξε, πες μας τίποτες, και παρηγόρησε μας
«παρηγοριά ‘χ’ ο θάνατος και λησμοσύνη ο Χάρος,
κι ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει
χωρίζει η μάνα το παιδί, και το παιδί τη μάνα,
χωρίζονται τ’ αντρόγυνα, τα πολυαγαπημένα,
τώρα όντας χωρίζονται, τα δέντρα ξιριζώνουν,
και πάλ’ όταν ‘νταμώνουνται, τα δέντρα φύλλα βγάζουν».
Γ. Χρ. Χασιώτης



Τραγούδι της ξενιτιάς από τη συλλογή του Υφαντή, μιας από τις συλλογές που ψηφιοποιήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος "ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ" που υλοποίησε η Μ.Κ.Ο. "Άπειρος"

ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ

Άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένα χείλη
άνοιξε, παίξε γέλασε, σαν πούησταν μαθημένα.
Με τι ν’ ανοίξω, να χαρώ, να παίξω, να γελάσω;
Τα χέρι, ποχουν τα κλειδιά είναι ξενιτεμένα,
πολύ εξενιτεύτηκαν, πολύ μακριά στα ξένα.
- Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
να στείλω και το δάκρυ μου σ’ ένα φτενό μαντίλι.
Τα ξένα θέλουν φρόνηση, θεού ταπεινοσύνη,
θέλουν γυναίκα στο πλευρό και μάνα στο κεφάλι,
της αδερφής προσκέφαλο, να το ρωτούν τι θέλει.
Νάχα νερό απ’ τον τόπο μου και μήλο από τη μηλιά μου,
νάχα και μοσκοστάφυλο από την περγουλιά μου.
Η μια τρέχει για το νερό κι άλλη για το μήλο
κι η τρίτη (ν) η μικρότερη πάνει για το σταφύλι.
Όσο να παν κι όσο ν’ αρθούν τον βρίσκουν πεθαμένο.

Υφαντής 251.


ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΟΥΛΙ
- Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ ’χω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω ξένε μου αυτού στα ξένα που ’σαι;
Στου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει
στο στέλνω μοσχοστάφυλο στο δρόμο ξερωγιάζει.
Σου στέλνω και το δάκρυ μου μου σ’ ένα φτενό μαντίλι
το δάκρυ μου ’ναι καυτερό και βάφει το μαντίλι.
- Πέντε ποτάμια π’ το ’πλυνα έβαψαν και τα πέντε.
Αλή πασάς απέρασε κι έβαψε τ’ άλογό του.
Κι ένα πουλί πετούμενο έβαψε τα φτερά του.
Σε περιβόλι κάθισε κι άρχισε να λαλάει.
Βασιλοπούλα τ’ άκουσε από το παραθύρι.
- Καλότυχο μωρέ πουλί με τη λαλιάν οπώχεις.
- Το τι καλό μου ζήλεψες κυρά Βασιλοπούλα;
Πίνεις νερό με το γυαλί κι εγώ νερό στ’ αυλάκι.
Εσύ κοιμάσαι σε πάπλωμα κι εγώ σε φουντοκλάρι.


Λ.Α Νάτσης (Βαβούρι) 258


ΒΟΥΛΓΑΡΟΠΟΥΛΑ ΑΛΩΝΙΖΕ
Βουργαροπούλα αλώνιζε σε μαρμαρένιο αλώνι.
Στον τόπο το χειρόβολο στον έργο το δεμάτι
και στο δεμάτι ακούμπησε να κάνει μεσημέρι.
Ένας διαβάτης πέρασε και την καλημεράει:
- Καλήμερά σου κόρη μου.
- Καλώς τον διαβάτη.
- Κόρη μου που ειν’ ο άντρας σου και που είναι ο καλός σου;
- Ο άντρας μου πάει στην ξενιτιά και λείπει δέκα χρόνια.
Ακόμη δυο τον καρτερώ στους τρεις τον περιμένω
κι αν δεν φανεί κι αν δε ερθεί καλόγρια θα γένω.
Λ.Α Νάτσης (Βαβούρι) 258


ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ
Χαριτωμένη συντροφιά, μου λέει να τραγουδήσω
κι εγώ τους λέγω γέρασα, τραγούδια εγώ δεν λέγω,
όρκο έκανα στην Παναγιά να μη ξανατραγουδήσω.
Για την καλή την συντροφιά και την καλή παρέα,
θα πω τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα,
θα ’κουν οι κάμποι και τα βουνά ραγίζουν.
Φάτε και πιείτε βρε παιδιά, χαρείτε να χαρούμε
τούτον τον χρόνο τον καλό όσο να ’ρθει και ο άλλος.
Για ζ(ι)ούμε για πεθαίνουμε και σ’ άλλον κόσμο πάμε
και ’κει χαρές δεν γίνονται ούτε και πανηγύρια.

Πολυφωνικά Τραγούδια Δολού Πωγωνίου


Η ΝΕΑ ΚΙ Η ΠΡΟΣΜΟΝΗ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ

Νεραντζούλα φουντωμένη, πούναι τ’ άνθια σου;
πουν’ η πρώτη λεβεντιά σου, πουν τα κάλλη σου;
- Τράβηξε, βοριάς αέρας και τα σκόρπισε,
κ’ η φουρτούνα του πελάγου τ’ αποχάλασε.
- Σε παρακαλώ βοριά μου, τράβα χαμηλά,
να σκορπίσεις την αντάρα και τα σύννεφα,
για ν’ αράξουν τα καράβια τα Ζαγοριανά.
Όλα τα καράβια αράξαν, κι όλα φάνηκαν,
κι ο λεβέντης ο δικός μου δεν εφάνηκε,
και ποιος ξέρει σε ποιό κύμα δέρνει να πνιγεί.
- Και δεν κλαις την ομορφιά σου κόρη ν-όμορφη,
μόνε κλαις τον ταξιδευτή που σ’ απάριασε;
Τάχα ποιαν θε να φιλήσει τα μεσάνυχτα,
τάχα ποιαν θε ν’ αγκαλιάσει το ξημέρωμα;



ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΣΥΖΥΓΟΥ (Μάνα με κακοπάντρεψες)
Μάνα με κακοπάντρεψες και μόδωκες Βλαχάκη,
μ’ έδωκες στα κατούμενα, και μ’ έδωκες στους κάμπους.
Εγώ το κάμα δεν βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω•
εδώ τρυγόνες δεν λαλούν, κι ουδέ τρυγονοπούλες,
το λεν οι κούκοι στα βουνά κ’ οι πέρδικες στα πλάγια,
το ποια έχει άντρα στην ξενιτιά, και γιο στο Μπουκουρέστι,
πες τους να μη τους καρτερεί να μην τους παντεχαίνει,
τι βλάχισσες είναι κακές, είναι καγκελοφρύδες,
έχουν τα μάτια σαν ελιά, τα φρύδια σαν γαϊτάνι,
κι αυτό το ματοτσίνορο σαν φράγκικό δοξάρι,
καίουν τους νέους στην καρδιά, καίουν τα φυλλοκάρδια,
πάνουν παιδιά ανύπαντρα κι έρχονται ρημαγμένα.


Ο ΞΕΝΙΤΕΥΤΗΣ
Τώρα είναι Μάης κι άνοιξη, τώρα είν’ το καλοκαίρι,
τώρα κ’ η γης στολίζεται στ’ ανθί και στο λουλούδι,
τώρα κι ο Κώστας βούλεται στην ξενιτιά να πάει.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει,
βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια.
Κ’ η Κώσταινα, που τόφεγγε με πράσινη λαμπάδα,
τούλεγε με παράπονο, με μάτια δακρυσμένα:’
- Εσύ μου φέγγεις, Κώστα μου, κι εμένα που μ’ αφήνεις;
- Σ’ αφήνω εδώ στη μάνα μου κι εδώ στην αδερφή μου,
κι εδώ στην αξαδέρφη μου, την αρραβωνισμένη.
- Φωτιά να φάει τη μάνα σου, φλόγα την αδερφή σου
κι αυτήν την εξαδέρφη σου πανούκλα να θερίσει.
Σαν έφυγεν ο Κωσταντής, την Κώσταινα χωρίζουν,
της δίνουν πέντε πρόβατα, της δίνουν πέντε γίδια,
κ’ η πεθερά η ατίχριστη τη διώχνει και της λέει:
- Εκεί ψηλά στο βέρβερο, μην πας και τα βοσκήσεις
και κει στα πεύκα τα ψηλά μην πας και τα σταλίσεις,
κι εκεί στην ακροποταμιά μην πας και τα ποτίσεις.
Και κείνη πήρε ανάποδα της πεθεράς τα λόγια,
στο βέρβερο τα βόσκησε, τα στάλισε στα πεύκα
και μεσ’ στην ακροποταμιά τα πότισε η καημένη,
και χίλιασαν και μίλιασαν και γιόμισαν οι κάμποι
κ’ η Κώσταινα τα φύλαγε στα όρη και στους κάμπους,
κι έβαλεν άξιος πιστικούς και τ’ ακριβοβοσκούνε.
Πέρασαν χρόνια, πέρασαν ως δέκα πέντε χρόνια,
κι ο Κωσταντής εδιάβηκε στον κάμπο καβαλάρης:
- Καλή σου μέρα, πιστικέ. – Καλώς τον το διαβάτη.
- Τίνος είναι τα πρόβατα; Τίνος είναι τα γίδια,
και τίνος τα μαντρόσκυλα που μοιάζουν σα χαρόνια;
- Της αστραπής και της βροντής, του Κώστα του χαμένου.
- Πες μου, να ζήσεις, πιστικέ, κ’ η Κώσταινα που να ’ναι;
- Πέρα στη ράχη την ψηλή, που ’ναι ένας μαύρος πύργος.
Κ’ η Κώσταινα η μορφονιά, του Κωσταντή η γυναίκα
τα άρματά του μάλωνε και τα πικρολογούσε:
- Του Κωσταντή μου άρματα, περήφανα, ασημένια,
ας μπόργα να σας φόραγα στη λυγερή μου μέση,
να πήγαινα να σκότωνα του Κωσταντή τη μάνα,
απόστειλε τον Κωσταντή στα έρημα τα ξένα,
για να χαθεί στην ξενιτιά, κι εμένα να μ’ αφήσει.
Βιτσιά βαρεί το μαύρο του, στη μάνα του και πάει,
κι από κοντά τη χαιρετά, ωσάν παιδί της που ήταν:
- Καλή σου μέρα, μάνα μου. Καλώς το το παιδί μου.
- Μάνα μου, που ’ναι η Κώσταινα, η δόλια μου η γυναίκα;
- Εκείνη, για μου, απέθανε εδώ και τόσα χρόνια.
- Για δείξε μου το μνήμα της, να πάω να τήνε κλάψω,
να κάψω δενδρολίβανο για το μνημόσυνο της.
- Εκείνο, γιε μου, χορτάριασε, κανένας δεν το ξέρει.
-Κι αν είναι, μάνα, ζωντανή, τι θέλεις να σου κάνω;
- Αν είναι, γιε μου ζωντανή, κόψε μου το κεφάλι.
Βιτσιά βαρεί στο μαύρο του, στον κάμπο κατεβαίνει
κι ανάμεσα στους πιστικούς την Κώσταινα του βρίσκει,
κ’ η Κώσταινα τον γνώρισεν από τη λεβεντιά του
και διάταξε τους πιστικούς, που στέκονταν μπροστά της:
- Σφάξτε δέκα πέντε αρνιά και δώδεκα κριάρια,
φέρτε μας και γλυκό κρασί από το μοναστήρι.
Αυτός εδώ ειν’ ο Κωσταντής, ο άντρας μου ο χαμένος.

Χρ. Χριστοβασίλης
428


ΚΙ ΑΠΟΧΤΗΣΑ ΜΑΡΑΖΙ (Πολυφωνικό)

Με τούτην ασημόκουπα θέλω να πιώ πέντ’ έξι.
Κι αν δεν μεθήσω, κόρη μου, κέρνα ώσπου να φέξει.

Να κάτσω να συλλογισθώ της ξενιτιάς τα ντέρτια.
Και ντέρτι είχα στην καρδιά κι απόχτησα μαράζι.

Ο πλάτανος θέλει νερό κι η λεύκα θέλ’ αγέρα.
Κι η κόρη θέλει φίλημα, ώσπου να δώσει μέρα.

από τη συλλογή του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΤΣΙΑ, παπά από τα Κτίσματα, με τίτλο "ΠΩΓΩΝΙ, ΔΕΡΟΠΟΛΗ ΗΘΗ ΚΙ ΕΘΙΜΑ". η συλλογή εκδόθηκε από τις εκδόσεις "ΔΩΔΩΝΗ" αλλά δυστυχώς έχει εξανληθεί. πρόσφατα την είδαμε στην έκθεση της ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ για το δημοτικό τραγούδι, έκθεση σε επιμέλεια ΛΑΜΠΡΟΥ ΛΙΑΒΑ.


ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ


Χαριτωμένη συντροφιά,
μου λέει να τραγουδήσω
κι εγώ τους λέω δεν μπορώ,
τραγούδια δεν τα ξέρω.
Για πιάστε με να σηκωθώ
και βάλτε με να κάτσω,
να πω τραγούδια θλιβερά
και παραπονεμένα.
Παρηγοριά έχει ο θάνατος
και λεημοσύνη ο χάρος,
μα ο ζωντανός ο χωρισμός,
παρηγοριά δεν έχει.
Χωρίζει η μάνα το παιδί
και το παιδί την μάνα,
χωρίζονται τα νιόγαμπρα,
τα πολυαγαπημένα,
που ΄ναι στον κόσμο ζωντανά
και ζούνε χωρισμένα,
που τα ‘φαγε η ξενιτιά
τα έρημα τα ξένα.
Την ξενιτιά, την ορφανιά
την πίκρα, την αγάπη,
τα τέσσερα τα ζύγισαν
βαρύτερα είναι τα ξένα.
Ο ξένος που είν’ στην ξενιτιά,
πρέπει να βάλει μαύρα,
για να ταιριάζει η φορεσιά,
με της καρδιάς τη λάβρα.

μια εκδοχή του εμβληματικού πολυφωνικού τραγουδιού της ξενιτιάς που έχουμε συνδέσει με τον Παρακάλαμο αλλά είναι διαδεδομένο σε όλο το χώρο επιβίωσης της ηπειρώτικης πολυφωνίας. όπως εδώ, το τραγούδι προέρχεται από την απέκει Ήπειρο. περιλαμβάνεται στη συλλογή του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ "ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ". "ΑΠΕΙΡΟΣ", ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ


ΠΑΡΑΤΗΜΕΝΗ ΝΕΑ

Απόψε κρύον έκαμε, κρύο και τρεμουντάνα,
κι εχιονίστηκαν τα βουνά, παχνιστήκαν οι κάμποι,
και σεις περιβολάκια μου, μην πολυπαχνιστείτε,
γιατ’ έχασα τον π’ αγαπώ, τον ψεύτη της αγάπης,
π’ όταν με φίλιε μόλεγε πάντα θα μ’ αγαπάει
και τώρα μ’ απαρνήθηκε σαν καλαμιά στο βάλτο,
οπού της κόφτουν την κορφή κ’ καλαμιά ’πομείνει.
Σε τι τραπέζι κάθεται, σαν που τρώγει και πίνει,
ποιανής τα χέρια τον κερνούν, και τα δικά μου τρέμουν,
ποιανής τα μάτια τον κοιτούν και τα δικά μου κλαίνε!

το τραγούδι παρότι περιγράφει χωρισμό κατατάσσεται στα τραγούδια της ξενιτιάς από τον ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΓΙΑΝΓΚΑ γιατί προφανώς η αναχώρηση του νέου ήταν για το μισεμό. τραγούδι από την περιοχή της Πάργας...




ΤΟ ΟΝΕΙΡΟΝ (Όσα πουλιά ‘ναι τα κλαριά)
Όσα πουλιά ‘ναι τα κλαριά κοιμούνται κ’ ησυχάζουν,
όσα ψαράκια ‘ς το γιαλό είν’ όλα μωρωμένα,
και μια κόρη λυγερή, βαριά ‘ποκοιμισμένη
‘ς του φίλου της την αγκαλιά, έσταζε κρύον ίδρω.
- Βαριά κοιμάσαι, κόρη μου, και κρύον ίδρω στάζεις.
- Βαριά κοιμούμ’ αφέντη μου, βαριά και τρομασμένα,
γιατ’ είδα είνορο κακό, πολύ κακό για ‘σένα·
είδα το γρίβα σου γυμνόν, τη σέλλα τσακισμένη
και το χρυσό μαντήλι σου ‘ς το δρόμο ξεσκισμένο.
- Τα όνειρα ‘ναι ψέματα, οι γριές τα μολογούνε,
κ’ οι φρόνιμοι όντας τα ιδούν ‘ς το νου τους δεν τα βάνουν·
κόρη μου, βγήκε αυγερινός κ’ έλα να φιληθούμε,
γιατί ο ήλιος θα μ’ εβρεί ‘ς της ξενιτιάς το δρόμο.

o γρίβας (το άλογο), το μαντήλι, το όνειρο και οι στράτες του ξενιτεμού σε ένα τραγούδι από τη συλλογή του ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ. "ΑΠΕΙΡΟΣ", ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ.


ΠΟΛΥ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ

Πολύ συννέφιασ’ ο καιρός, όλου να βρέχει θέλει,
και μένα ταϊτεράκι μου, να ταξιδέψει θέλει.
- Μισεύει, αϊτεράκι μου, και μένα που μ’ αφήνεις;
- Πρώτα σ’ αφήνω στον Θεόν, και δεύτερο στους φίλους,
και τρίτο στη μανούλα σου ψωμί για να σου δίνει.
- Δεν θέλω ’γω τη μάνα μου ψωμί για να σου δίνει
μούν θέλω ταϊτεράκι μου να παν’ και ’γω κοντά του,
να πάνω δειπνώ να δειπνάει, γιόμα να γιοματίζει.


ΑΝΑΘΕΜΑ ΣΕ ΞΕΝΙΤΙΑ (Πολυφωνικό)
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ ‘χω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
να στείλω μοσχοστάφυλο, στο δρόμο σταφιδιάζει,
να στείλω και το δάκρυ μου σ’ ένα φτενό μαντήλι.
Το δάκρυ μου είναι βαφερό και βάφει το μαντήλι.
Τρία ποτάμια το ‘πλεναν και βάψαν και τα τρία.
Διαβάτης πάει και πέρασε κι έβαψε τ’ άλογό του.
Πέρδικα να πάει να πιεί νερό έβαψε τα φτερά της.
Σου στέλλω χαιρετίσματα με μια ‘μορφη τρυγόνα,
και μέσα στα φτερούγια της σόχω την αρραβώνα.
Ανάθεμα σε, ξενιτιά και συ και τα καλά σου.
Παίρνεις τρυφερά παιδιά, γυρίζουν γερασμένα.
Ανάθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις.

να και ένα τραγούδι όπου ο συλλέκτης δεν τιτλοδοτεί με τον πρώτο στίχο ή την ποιητική του επινόηση αλλά με βάση τον τελευταίο στίχο. από τη συλλογή του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΤΣΙΑ "ΠΩΓΩΝΙ, ΔΕΡΟΠΟΛΗ, ΗΘΗ ΚΙ ΕΘΙΜΑ" (εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ). στους στίχους συναντιούνται δύο πασιγνωστα ηπειρώτικα τραγούδια της ξενιτιάς, το "ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΟΥΛΙ" και το "ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΥ ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΣΟΥ".



Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΞΕΝΙΤΙΑ (Πέτρες και ξύλα κλαίγουν)
Πέτρες και ξύλα κλαίγουν, κλαίγουν τον καημό,
το πως θα χωριστούμε τώρα ημείς τα δυο,
στη ξενιτιά θα πάω, πίσω δεν γυρνώ,
σου στέλν’ ένα μαντήλι κ’ ένα μαχραμά,
στην άκρη στον μαντήλι και μια αντιλογιά.
- Θέλεις, κόρη μ’ παντρέψου, θέλεις καλογριά,
εδώ που ήρθα, κόρη μ’, δε γυρίζω πλιά.

μέχρι τώρα ξέραμε ότι κλαίνε οι πέρδικες, οι πέτρες - τώρα εδώ βλέπουμε να κλαίνε μαζί πέτρες και ξύλα! παραλλαγή του γνωστού μοτίβου του ηπειρώτικου πολυφωνικού της ξενιτιάς από το Πωγώνι και τη Δερόπολη. κάθε δίστιχο του τραγουδιού παραπέμπει και σε διαφορετικό τραγούδι! από τη συλλογή του ΧΑΣΙΩΤΗ




ΟΥΛΟΙ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΟΝ ΤΗΡΑΝ

Ούλοι το νήλιο τον τηράν που πάεινα βασιλέψει
κι η κόρη πούχε τον καημό το πέλαγο αγναντεύει,
βλέπει καράβια πούρχονται, βαρκούλες π’ αρμενίζουν
Μάνα, καράβια τέσσερα, μάνα, βαρκούλες πέντε,
μάνα, κατέβα, ρώτα τα, κατέβα ξετασέ τα:
Ποιες θάλασσες και ποια νησιά χαίρουνται τον καλό μου;
Σε τι τραπέζι τρώει ψωμί και το δικό μου είν’ άδειο,
τίνος χεράκια τον κερνούν και τα δικά μου τρέμουν,
τίνος ματάκια τον κοιτούν και τα δικά μου τρέχουν,
τίνος τα χείλη τον φιλούν και τα δικά μου σκάζουν,
τίνος καρδιά τον χαίρεται, η δική μου αναστενάζει;
Κάνω να τον καταραστώ και πάλι τον λυπάμαι,
τ’ είν ακριβός της μάνα ς το και μοναχός δικός μου,
μα εγώ θα τον καταραστώ κι ας καμ’ ο Θιός τι θέλει…
Ποιόνε βαρούνε μαχαιριές και γαίμα δε σταλάζει;
τίνος αγάπη παίρνουνε και δεν αναστενάζει;

η κόρη το σκέφτεται αλλά στο τέλος καταριέται τον ξενιτεμένο καλό της και επαφίει την όποια καλοτυχία του στη θεϊκή βούληση... κι όλα αυτά ατενίζοντας τα πέλαγα στις γραμμές των οριζόντων τους. ο Γιάνγκας αναφέρει σαν συλλογή με παραλλαγή του τραγουδιού τη γνωστότατη συλλογή του Νικολάου Πολίτη


ΜΕ ΤΟΥΤΗΝ ΑΣΗΜΟΚΟΥΠΑ

Με τούτην ασημόκουπα
θέλω να πιω πέντ’ έξι,
κι αν θα μεθύσω, κόρη μου,
θα κάτσ’ όσο να φέξει.
Θα κάτσω να συλλογιστώ
της ξενιτιάς τα ντέρτια:
Μικρός εξενιτεύτηκα,
μικρός στα ξένα πήγα.
Πήγα και ξεγελάστηκα
σε μια χήρα βουλγάρα.
- Ξένε, κι αν θέλεις παντρειά,
δεν το ‘λεγες εμένα;
Τρεις περδικούλες έχω ‘γω
και πάρ’ όποια σ’ αρέσει:
Θέλεις τη ρούσα έπαρε,
θέλεις τη μαυρομάτα,
θέλεις και τη μελαχρινή,
που είναι φλωριά γιομάτη!
- Ουδέ τη ρούσα θέλω ΄γω
κι ουδέ τη μαυρομάτα,
ούδε και τη μελαχρινή,
που είναι φλωριά γιομάτη.
Μόν’ θέλω την αγάπη μου,
που έχω στο χωριό μου!

από τη συλλογή του ΚΑΤΣΑΛΙΔΑ "ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΟΡΕΙΟ ΗΠΕΙΡΟ"
τούτη η μεταγραφή. μέσα της αποτυπώνονται κοινά θεματικά μοτίβα ευρύτερης διάδοσης
(πχ η χήρα βουργάρα). απαντήσαμε παραλλαγές του στις συλλογές ΦΩΤΙΟΥ/ΛΥΤΗ, ΝΙΚΑ. σαν τόπος προέλευσης τούτης της παραλλαγής αναφέρεται η Δρόπολη



ΤΗΝ ΞΕΝΙΤΕΙΑ, ΤΗΝ ΓΥΜΝΩΣΙΑ…
Την ξενιτιά, την γυμνωσιά, την πίκρα, την αγάπη,
τα τέσσερα τα ζύγιασα, βαρύτερα είν’ τα ξένα.
Ο ξένος εις την ξενιτιά, πρέπει να βάνει μαύρα,
για να ταιριάζ’ η φορεσιά με της καρδιάς τη λαύρα.
- Ξένε μου το μαντίλι σου, τι τόχεις λερωμένο;
- Η ξενιτιά το λέρωσε και το ’χει λερωμένο,
ξένες πλένουν τα ρούχα μου, ξένες μου τα μπαλώνουν,
τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο, τα πλένουν ως τις πέντε
κι από τις πέντε και μπροστά, στους δρόμους τα πετάζουν.
- Ξένε, για παρ’ τα ρούχα σου, για πάρε τα σκουτιά σου,
και στείλε τα της μάνας σου, στείλ’ τα της γυναικός σου,
τι εδώ νερό δε βρίσκεται, σαπούνι δεν πουλούνε.
- Δώδεκα χρόνους έκαμα στα έρημα τα ξένα,
στους δεκατρείς εκίνησα στον τόπο μου να πάγω.
Πηγαίνω στη μανούλα μου, με γλέπει και τραβιέται,
πηγαίνω στη γυναίκα μου, κι αυτή δε με γνωρίζει.
- Ξένε, για διάβα, πήγαινε, συρ’ από εκεί που ήρθες,
γιατί δεν είσαι ο άντρας μου, δε είσαι το παιδί μου.



ΒΑΡΥΤΕΡΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΝΤΕΡΤΙ ΣΟΥ
-Άνοιξε, θλιβερή καρδιά
και πικραμένα χείλη
Άνοιξε, πες μας τίποτε
και παρηγόρησε μας
-Με τι ν’ ανοίξω να χαρώ
και να σας τραγουδήσω;
Τα χέρια που με κλείδωσαν
είναι ξενιτεμένα
Ανάθεμα σε ξενιτιά,
εσύ και το καλό σου,
βαρύτερο είναι το ντέρτι σου
παρά το διάφορό σου.



ΜΙΑ ΛΥΓΕΡΗ ΤΡΑΓΟΥΔΑΓΕ
Μια λυγερή τραγούδαγε
σε κρυσταλλένιο πύργο.
Και πήρε αέρας τη φωνή
κατάλιμνα την πάνει.
Κι όσα καράβια τ’ άκουσαν,
όλα τις άκρες πιάσαν.
-Ανάθεμα σε ξενιτιά,
χιλιόκαλη κι αν είσαι,
ξενίτεψες τον άντρα μου
εδώ και δέκα χρόνια.
Ακόμα δυο τον καρτερώ
και πέντε τον παντέχω
κι απέ στα μαύρα θα ντυθώ,
καλόγρια θα γένω.
Κι όσα κορίτσια απαντώ
όλα τα καταγγέλλω:
ξενίτη να μην πάρουνε,
αν θέλουν να μην κλάψούν.



Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ (Πολυφωνικό)
Κλαίνε οι πέρδικες στα πλάγια, κλαίνε τον καημό.
Έκλαιγα κι εγώ ο καημένος τον ξεχωρισμό.
Πως θαλά ξεχωρισθούμε, τώρα το ταχιό,
Γιατί ‘γω τώρα θα φύγω, θα ξενιτευτώ
Ωρ’, εγώ θα πάω στα ξένα και στα μακρινά
και θα ζούμε χωρισμένοι χρόνια δώδεκα.
Δώδεκα χρόνια περάσαν, κι ένα ‘ξαμηνο.
Ούτε γράμμα δεν μου στέλνει, ούτε αντιλογιά.
Μώρ’ μου στέλνει ένα μαντήλι με δώδεκα φλωριά,
Και στο πάτο στο μαντίλι, μου ‘χει αντιλογιά.
- Αν θέλεις, κόρη μ’, παντρέψου, θέλεις καλογριά,
θέλεις τα μαύρα βάλε και καρτέρα με.
Εδώ μές’ στα ξένα που’ρθα, επαντρεύτηκα.
Κι επήρα μια γυναίκα, μάγισσα.
Που μαγεύει, τα καράβια και τις θάλασσές.
Ωρ’ μάγεψε και εμένα και δεν έρχομαι.
Σύντα κινώ για να ‘ρθω, χιόνια και βροχές
Σύντα γυρίζω πίσω, ήλιος, ξαστεριες.


ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ
Τούτο το χειμώνα, θέλω να διαβώ
και τι καλοκαίρι καλώς να σε βρω,
νεράντζια με τ’ άνθη και με τον καρπό.
Στρώσε μου στη ρίζα ν΄ αποκοιμηθώ
και φτενό μαντίλι ν’ αποσκεπαστώ,
για να σέρνει αγέρας από το βουνό,
για να πέφτούν τ’ άνθη στο μαντίλι μου,
το παίρνω και πάνω στην αγάπη μου.
Τη βρίσκω που στρώνει και με καρτερεί.
-Ποιόνε στρώνεις κόρη, ποιόνε καρτερείς;
-‘Σένα στρώνω βρε λεβέντη, ‘σένα καρτερώ.
Πάπλωμα και στρώμα, και προσκέφαλα,
πέρδικα ψημένη και γλυκό κρασί.


ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΑΠΑΡΝΗΜΕΝΗΣ ΚΟΡΗΣ (Φεγγάρι μου λαμπρό) 
 Φεγγάρι μου λαμπρό, λαμπρό, τρο(γ)ύρω κυκλωμένο, 
αυτού ψηλά που περβατείς και χαμηλά λογιάζεις, 
μην είδες τον ασίκη μου, τον αγαπητικό μου, 
σε τι ταβέρνες κάθεται, και τι σουρπέτια πίνει, 
τίνος χεράκια τον κερνούν και τα δικά μου στέκουν, 
τίνος ματάκια τον τηρούν και τα δικά μου κλαίουν; 
Σε κυπαρίσσι ν’ ανηβεί να μάσει τον καρπό του, 
το κυπαρίσσι ναν’ ψηλό, να λυ(γ)ιστεί να πέσει, 
από ψηλά να γκρεμιστεί και χαμηλά να πέσει, 
σαν το γυαλί να ραϊστεί, σαν το κρουστάλ’ να θράψει· 
πέντε γιατροί να τον κρατούν, και δέκα να γιατρεύουν , 
κ’ εγώ να λάχω να διαβώ να τους καλοσκαμνίσω, - 
Καλώς τα κάνετε, γιατροί, τι κάνετε; πως είστε; 
Βάλτε τα φ(ι)τίλια σας βαθιά ν’ ανοίξουν η γεράδες.

από τη συλλογή του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΑΝΓΚΑ "ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ" 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου